- πρόσηβοι
- πρόσηβοςnear manhoodmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυδίων — ίωνος, ὁ (Α) (στους Ρωμαίους) μίμος, υποκριτής, ορχηστής («ἐν ἁπάσαις [ταῑς πομπαῑς] πρόσηβοι κόροι... στοιχηδὸν πορεύονται καλούμενοι πρὸς αὐτῶν... λυδίωνες», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ludio, ionis και ludius, ii «υποκριτής, μίμος»] … Dictionary of Greek